επαιτώ

επαιτώ
(AM ἐπαιτῶ, -έω) [αιτώ]
ζητώ ελεημοσύνη, ζητιανεύω («ἐκ σέθεν δ' ἀλώμενος ἄλλους ἐπαιτῶτον καθ' ἡμέραν βίον», Σοφ.)
νεοελλ.
ζητώ επίμονα και εξευτελιστικά («επαιτεί τη συμπάθεια»)
αρχ.
1. ζητώ κάτι επί πλέον («εἰ καὶ κέ νυ οἴκοθεν ἄλλο μεῑζον ἐπαιτήσειας», Ομ. Ιλ.)
2. (απλώς) ζητώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επαιτώ — μτβ. και αμτβ. 1. ζητώ ελεημοσύνη, ζω με επαιτεία, ζητιανεύω, διακονεύω. 2. μτφ., εκλιπαρώ κάποιον για κάτι, ζητώ κάτι επίμονα ως χάρη, ως ελεημοσύνη (όπως ο ζητιάνος): Επαιτώ ένα μόνο φιλί σου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπαιτῶ — ἐπαιτέω ask besides pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐπαιτέω ask besides pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἐπαιτέω ask besides pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐπαιτέω ask besides pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεπαιτώ — έω, Α [ἐπαιτῶ] επαιτώ, ζητώ επί πλέον …   Dictionary of Greek

  • αιτίζω — αἰτίζω (Α) (επικός τύπος του αἰτῶ) ζητώ επίμονα, επαιτώ, ζητιανεύω …   Dictionary of Greek

  • αιτώ — ( έω) (Α αἰτῶ) 1. ζητώ να πάρω κάτι, γυρεύω, παρακαλώ 2. (παθ. για πράγματα) ζητούμαι* νεοελλ. διατυπώνω, υποβάλω αίτηση γραπτή ή προφορική αρχ. Ι. ενεργ. 1. προβάλλω την αξίωση, απαιτώ κάτι 2. ζητώ από κάποιον να κάνει κάτι 3. επιθυμώ, ποθώ 4.… …   Dictionary of Greek

  • διακονεύω — και διακονάω και διακονίζω [διακονιά] 1. ζητιανεύω, επαιτώ 2. ζητώ με παρακάλια …   Dictionary of Greek

  • επαίτης — ο (AM ἐπαίτης, θηλ. ἐπαῑτις») [επαιτώ] ζητιάνος, ζήτουλας, διακονιάρης μσν. νεοελλ. «μοναχοί ἐπαῑτες ἤ Τάγματα τῶν Ἐπαιτῶν» μοναχικά τάγματα που ιδρύθηκαν κατά τον 13ο αιώνα και συντηρούνται με τις ελεημοσύνες τών πιστών …   Dictionary of Greek

  • θυλακίζω — (Α) [θύλακος] 1. βάζω στο θυλάκιο, σακουλιάζω 2. συνεκδ. επαιτώ …   Dictionary of Greek

  • μεταιτώ — μεταιτῶ, έω (Α) [αιτώ] 1. απαιτώ το μερίδιό μου από κάτι 2. παρακαλώ επίμονα, ικετεύω, εκλιπαρώ 3. επαιτώ, ζητιανεύω («διαφέρεις γὰρ οὐδέν σὺ τῶν πτωχῶν, οἳ τὴν ἐφήμερον τροφὴν μεταιτοῡσιν», Λουκιαν.) …   Dictionary of Greek

  • χαλεύω — Ν 1. αναζητώ, ψάχνω 2. ζητώ κάτι ως δώρο ή ως δάνειο 3. επαιτώ, ζητιανεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, το ρ. με αρχική σημ. «ανοίγω την παλάμη να λάβω κάτι» έχει προέλθει από το αρχ. ουσ. χαλή, δωρ. τ. τού χηλή «οπλή» με μτφ. σημ. «παλάμη»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”